ἐμποδίζεις

ἐμποδίζεις
ἐμποδίζω
put the feet in bonds
pres ind act 2nd sg
ἐμποδίζω
put the feet in bonds
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενικλώ — ἐνικλῶ, άω, ποιητ. τ. τού ἐγκλώ (Α) 1. συντρίβω, σπάζω μέσα 2. μτφ. εμποδίζω, ματαιώνω, μηδενίζω μιαν ενέργεια («ἀεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾱν, ὅττι κεν εἴπω» διαρκώς από το πρωί μ εμποδίζεις, ό,τι κι αν πω, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • θυμοβορώ — θυμοβορῶ, έω (Α) [θυμοβόρος] κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρης, Χρήστος — (Χάβαρη Ηλείας 1931 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, αλλά δεν εργάστηκε ποτέ ως δάσκαλος. Αντίθετα, σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων της Πάτρας, όπου είχε εγκατασταθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”